ἐφιάλτῃ

ἐφιάλτῃ
ἐφιάλτης
nightmare
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἐφιάλτῃ — Ἐφιάλτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την …   Dictionary of Greek

  • Αθηνάδης — (5ος αι. π.Χ.). Ο δολοφόνος του Μαλιέα Εφιάλτη, γιου του Ευρυδήμου, όταν επικηρύχτηκε για το γεγονός ότι έδειξε στους Πέρσες το μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από το βουνό στις Θερμοπύλες. Η επικήρυξη έγινε στη συνέλευση της Πυλαίας, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… …   Dictionary of Greek

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • εφιαλτεία — ἐφιαλτεία και ἐφιαλτία, ἡ και ἐφιάλτιον, τὸ (Α) [εφιάλτης] βότανο που προστατεύει από τον εφιάλτη …   Dictionary of Greek

  • θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… …   Dictionary of Greek

  • Αντίκυρα — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη του Κορινθιακού κόλπου, χτισμένη από τον Αντικυρέα, που θεράπευσε τους παροξυσμούς του Ηρακλή. Καταστράφηκε από τον Φίλιππο στον Ιερό Πόλεμο, αλλά ξαναχτίστηκε. Στον Ρωμαιομακεδονικό πόλεμο, την… …   Dictionary of Greek

  • Αρχέστρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ανήκε στο δημοκρατικό κόμμα και συνεργάστηκε με τον Εφιάλτη το 462 για τον περιορισμό της δύναμης του Αρείου Πάγου. 2. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Αντικατέστησε τον Αλκιβιάδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”